υπερφορτίζω — Ν [φορτίζω] 1. (ηλεκτρολ.) φορτίζω με ηλεκτρικό φορτίο μεγαλύτερο από το κανονικό 2. υπερφορτώνω, παραφορτώνω … Dictionary of Greek
καταφορτώνω — (Μ καταφορτῶ, όω) (κυριολ. και μτφ.) φορτώνω βαριά, παραφορτώνω, υπερφορτίζω … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
υπερφορτώνω — ὑπερφορτῶ, όω, ΝΜ υπερφορτίζω, τοποθετώ βάρος περισσότερο από το κανονικό ή το επιτρεπόμενο, παραφορτώνω … Dictionary of Greek
υπερφόρτιση — η, Ν 1. (ηλεκτρολ.) κατάσταση λειτουργίας κατά την οποία μια μηχανή ή συσκευή δέχεται φορτίο μεγαλύτερο τού κανονικού, με αποτέλεσμα η ένταση τού ηλεκτρικού ρεύματος να υπερβαίνει την κανονική της τιμή, πράγμα που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ή και … Dictionary of Greek
υπερφορτώνω — υπερφόρτωσα, υπερφορτώθηκα, υπερφορτωμένος, φορτώνω υπερβολικά, παραφορτώνω, υπερφορτίζω: Υπερφορτώθηκε το φορτηγό αυτοκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)